Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλοζωώ — έω, Α [φιλόζωος (Ι)] αγαπώ υπερβολικά τη ζωή … Dictionary of Greek
φιλοζώῳ — φιλόζωος fond of one s life masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)